- οπάτριος
- ὀπάτριος, -ον (Α) [όπατρος]όπατρος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπατρίου — ὀπάτριος by the same father masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… … Dictionary of Greek